- Γιῶργος Σεφέρης (β)


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 1, [2], 3
Φυγὴ

Δέν ἠταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στό πρωινό χορτάρι
ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.

Ἡ ἀγάπη μας δέν ἠταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
σιγά μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
νὰ ἐξηγήσει γιατί δέ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
μὲ τόσο πάθος.

Κι ἄν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἄν ἀγκαλιάσαμε
μ' ὅλη τη δύναμή μας ἄλλους αὐχένες
κι ἄν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα
ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου
κι' ἄν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δέν ἠταν ἄλλη
μονάχα αὐτός ὁ βαθύτερος καημός νὰ κρατηθοῦμε
μέσα στὴ φυγή.


- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Μὲ τὸν τρόπο τοῦ Γ.Σ

Ὅπου καὶ νὰ ταξιδὲψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει.

Στὸ Πήλιο μὲσα στὶς καστανιές τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου
γλιστροῦσε μὲσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτῇ στὸ κορμί μου
καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ' ἀκολουθοῦσε
ἀνεβαίνοντας κι αὐτή σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου
ὥσπου νὰ βροῦμε τὰ νερά τοῦ βουνοῦ.
Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιά ποὺ βουλιάζαν
ἀκούγοντας νὰ παίζῃ ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπέτρες
μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστή
μιὰ σαΐτα τιναγμὲνη ξαφνικά
ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμμένης...
Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυρούς τῶν Ἀτρειδῶν
καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου∙
χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσὰντρα
μ' ἕναν κόκορα κρεμασμὲνο στὸ μαῦρο λαιμό της...
Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο
μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες…

Τί θέλουν ὅλοι αὐτοί ποὺ λένε
πῶς βρίσκουνται στὴν Ἀθῆνα ἤ στὸν Πειραιᾶ;
- - - - - - -(Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα
- - - - - - -καὶ ρωτὰει τὸν ἄλλο μήπως ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας
- - - - - - -Ὄχι∙ ἔρχομαι ἐκ Συντὰγματος ἀπαντᾶ κι εἶν' εὔχαριστημένος
- - - - - - -βρῆκα τὸ Γιὰννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό.)

Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει…
Δὲν ξέρουμε τίποτε δὲν ξέρουμε πὼς εἴμαστε ξέμπαρκοι ὅλοι ἐμεῖς
δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια∙
περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν.

Παράξενος κόσμος
ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ∙
- - - - - - -(Ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε
- - - - - - -κρατοῦν σωσίτριχα φωτογραφίζουνται
- - - - - - -ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα
- - - - - - -καθισμὲνος σ' ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια
- - - - - - -δὲχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρου φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες
- - - - - - -ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του
- - - - - - -ὅλα τὰ πετεινά τ' οὐρανοῦ.)

Στὸ μεταξύ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει…
Κι ἄν ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμὲνουν τὰ καράβια ποὺ δέ μποροῦν νὰ κινήσουν
τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν AMΒPAKΙKΟ.

Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιᾶ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης
καμμιά ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμμὲνη στὸ στερνό φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετὰνιος μὲνει μαρμαρωμὲνος μὲς στ' ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.

Ὅπου καὶ νὰ ταξιδὲψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει∙
παραπετὰσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες...
Τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝlΑ 937.

- - - - - - -- - - - - - -- - - - - - - - - -- - - - - - -Ἀ/π Αύλὶς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει
- - - - - - -- - - - - - -- - - - - - - - - - -- - - - - - -- - - - - - -Καλοκαίρι 1936

- - - - - - - - - -
- - - - - * - - - -


Ἕνας λόγος γιὰ τὸ καλοκαίρι

Γυρίσαμε πάλι στὸ φθινόπωρο… τὸ καλοκαὶρι / σὰν ἕνα τετράδιο ποὺ μᾶς κούρασε γράφοντας μὲνει / γεμᾶτο διαγραφές, ἀφηρημένα σχέδια / στὸ περιθώριο κι ἐρωτηματικά. Γυρίσαμε / στὴν ἐποχή τῶν ματιῶν ποὺ κοιτὰζουν / στὸν καθρέφτη μὲσα στὸ ἠλεχτρικό φῶς / σφιγμὲνα χείλια
κι οἱ ἄνθρωποι ξένοι / στὶς κάμαρες στοὺς δρόμους κάτω ἀπ' τὶς πιπεριές,/ καθὼς οἱ φάροι τῶν αὐτοκινήτων σκοτώνουν/
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες. / Γυρίσαμε· πάντα κινᾶμε γιὰ νὰ γυρίσουμε / στὴ μοναξιά μιὰ φούχτα χῶμα στὶς ἄδειες παλάμες.


Κι ὅμως ἀγάπησα κάποτε τὴ λεωφόρο Συγγροῦ / – τὸ διπλό λίκνισμα τοῦ μεγάλου δρόμου /
ποὺ μας ἄφηνε θαματουργά στὴ θάλασσα / τὴν παντοτινή γιὰ νά μᾶς πλύνει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες. / Ἀγάπησα κάποιους ἀνθρώπους ἄγνωστους / ἀπαντη-μὲνους ξαφνικά στο ἔβγα τῆς μὲρας / μονολογῶντας σὰν καπετὰνιοι βουλιαγμὲνης
ἁρμὰδας / – σημὰδια πώς ὁ κόσμος εἶναι μεγάλος. / Κι ὅμως ἀγάπησα τοὺς δρόμους τοὺς ἐδῶ, αὐτές τίς κολόνες, / κι ἅς γεννήθηκα στὴν ἄλλη ἀκρογιαλιά κοντά / σὲ βοῦρλα καὶ σὲ καλάμια – νησιά / ποὺ εἶχαν νερό στὴν ἄμμο νὰ ξεδιψάει /
ὁ κουπο-λάτης – / κι ἄς γεννήθηκα κοντά / στὴ θάλασσα ποὺ ξετυλίγω καὶ τυλίγω στὰ
δάχτυλά μου / σὰν εἶμαι κουρασμὲνος δεν ξέρω πιά ποῦ γεννήθηκα.


Μὲνει ἀκόμα τὸ κίτρινο ἀπὸσταγμα τὸ καλοκαὶρι / καὶ τὰ χέρια σου ‘γγίζοντας μὲδουσες πάνω στὸ νερό / τὰ μὰτια σου ξεσκεπασμὲνα ξαφνικά, τὰ πρῶτα / μὰτια τοῦ κόσμου, κι οἱ θαλασσινές σπηλιές / – πόδια γυμνά στὸ κόκκινο χῶμα... / Μὲνει ἀκόμα ὁ ξανθός μαρμαρωμὲνος ἔφηβος τὸ καλοκαὶρι / λίγο ἁλάτι ποὺ στέγνωσε στὴ γούβα ἑνὸς βράχου / λίγες βελόνες πεύκου ὕστερα ἀπ' τὴ βροχή / σκόρπιες καὶ κόκκινες σὰ χαλασμὲνα δίχτυα…

Δέν τὰ καταλαβαίνω αὐτά τὰ πρόσωπα δέν τὰ καταλαβαίνω! / Μιμοῦνται κάποτε τὸ θάνατο
κ’ ἔπειτα ξανά / φέγγουν μὲ μιὰ ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή, / μὲ μιὰ προσπάθεια περιωρισμὲνη, ἀνέλπιδη, / σφιγμὲνη ἀνάμεσα σὲ δυό ρυτίδες / σὲ δυό τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμὲνα / σκοτώ- νουνται τὸ ἕνα μὲ τ' ἄλλο λιγοστεύουν / κολλοῦν σὰ γραμματὸσημα στὰ τζάμια / τὰ πρόσωπα τῆς ἄλλης φυλῆς.

Περπατὴσαμε μαζί μοιραστὴκαμε τὸ ψωμί καὶ τὸν ὕπνο / δοκιμὰσαμε τὴν ἴδια πίκρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ / χτίσαμε μὲ τὶς πέτρες ποὺ εἴχαμε τὰ σπίτια μας / πήραμε τὰ καράβια, ξενιτευτὴ- καμε, γυρίσαμε, / βρήκαμε τίς γυναῖκες μας νὰ περιμὲνουν / – μᾶς γνώρισαν δύσκολα (κανείς δὲ μᾶς γνωρίζει...) / Κι οἱ σύντροφοι φόρεσαν τ' ἀγάλματα φόρεσαν τὶς γυμνές / ἄδειες καρέκλες τοῦ φθινοπώρου..- κι οἱ σύντροφοι/ σκοτώσανε τὰ πρόσωπά τους. Δέν τὰ καταλαβαίνω!..

Μὲνει ἀκόμα ἡ κίτρινη ἔρημο τὸ καλοκαὶρι / κύματα τῆς ἄμμου φεύγοντας ὢς τὸν τελευταῖο κύκλο / ἕνας ρυθμός τυμπάνου ἀλύπητος, ἀτέλειωτος / μὰτια φλογι-σμὲνα βουλιάζοντας μὲσα στὸν ἥλιο / χέρια μὲ φερσίματα πουλιῶν χαράζοντας τὸν οὐρανό, / χαιρετῶντας στίχους νεκρῶν σὲ στὰση προσοχῆς / χαμὲνα σ' ἕνα σημεῖο ποὺ δέν τ' ὁρίζω καὶ μὲ κυβερνᾶ / – τὰ χέρια σου ‘γγίζοντας τὸ ἐλεύθερο κῦμα...

- - -- - - - - - - - - -- - - - - - -- - - - - - -- - - - - - -- - - - - - - - - -- - - - - - - Φθινόπωρο,1936

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἐπιφάνια, 1937

Τ' ἀνθισμένο πέλαγο καὶ τὰ βουνά στὴ χάση τοῦ φεγγαριοῦ / ἡ μεγάλη πέτρα κοντὰ στὶς ἀραπο- συκιές καὶ τ' ἀσφοδίλια / τὸ σταμνί ποὺ δὲν ἤθελε νὰ στερέψει στὸ τέλος τῆς μέρας / καὶ τὸ κλειστό κρεββάτι κοντὰ στὰ κυπαρίσσια καὶ τὰ μαλλιά σου / χρυσᾶ∙ τ' ἄστρα τοῦ Κύκνου κι ἐκεῖνο τ' ἄστρο ὁ Ἀλδεβαράν.

Κράτησα τὴ ζωή μου κράτησα τὴ ζωή μου ταξιδεύοντας / ἀνάμεσα στὰ κίτρινα δέντρα κατὰ τὸ πλάγιασμα τῆς βροχῆς / σὲ σιωπηλὲς πλαγιὲς φορτωμένες μὲ τὰ φύλλα τῆς ὀξιᾶς, / καμμιὰ φωτιά στὴν κορυφή τους∙ βραδιάζει. / Κράτησα τὴ ζωή μου∙ στ' ἀριστερό σου χέρι μιὰ γραμμή / μιὰ χαρακιά στὸ γόνατό σου, τὰχα νά ὑπάρχουν / στὴν ἄμμο τοῦ περασμένου καλοκαιριοῦ τὰχα / νὰ μένουν ἐκεῖ ποὺ φύσηξε ὁ βοριᾶς καθὼς ἀκούω / γύρω στὴν παγωμένη λίμνη τὴν ξένη φωνή. / Τὰ πρόσωπα ποὺ βλέπω δὲ ρωτοῦν μήτε ἡ γυναῖκα / περπατῶντας σκυφτἠ βυζαίνοντας τὸ παιδί της. / Ἀνεβαίνω τὰ βουνά∙ μελανιασμένες λαγκαδιές ὁ χιονισμένος / κάμπος, ὣς πέρα ὁ χιονι- σμένος κάμπος, τίποτε δὲ ρωτοῦν / μήτε ὁ καιρός κλειστὸς σέ βουβὰ / ἐρμοκλήσια μήτε / τὰ χέρια ποὺ ἀπλώνουνται γιὰ νὰ γυρέψουν, κι οἱ δρόμοι. / Κράτησα τὴ ζωή μου ψιθυριστά μέσα στὴν ἀπέραντη σιωπὴ / δὲν ξέρω πιὰ νὰ μιλήσω μήτε νὰ συλλογισθῶ∙ ψίθυροι / σὰν τὴν ἀνάσα τοῦ κυπαρισσιοῦ τὴ νύχτα ἐκείνη / σὰν τὴν ἀνθρώπινη φωνή τῆς νυχτερινῆς θάλασσας στὰ χαλίκια / σὰν τὴν ἀνάμνηση τῆς φωνῆς σου λέγοντας εὐτυχία. / Κλείνω τὰ μάτια γυρεύοντας τὸ μυστικὸ συναπάντημα τῶν νερῶν / κάτω ἀπ' τὸν πάγο τὸ χαμογέλιο τῆς θάλασσας τὰ κλειστὰ πηγάδια / ψηλαφῶντας μὲ τὶς δικές μου φλέβες τὶς φλέβες ἐκεῖνες ποὺ μοῦ ξεφεύγουν / ἐκεῖ ποὺ τελειώ- νουν τὰ νερολούλουδα κι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος / ποὺ βηματίζει τυφλός πάνω στὸ χιόνι τῆς σιωπῆς. / Κράτησα τὴ ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας τὸ νερό ποὺ σ' ἀγγίζει / στὰλες βαρειές πάνω στὰ πράσινα φύλλα, στὸ πρόσωπό σου / μέσα στὸν ἄδειο κῆπο, στὰλες στὴν ἀκίνητη δεξαμενὴ / βρίσκοντας ἕναν κύκνο νεκρό μέσα στὰ κάτασπρα φτερά του, / δέντρα ζωντανά καὶ τὰ μάτια σου προσηλωμένα.

Ὁ δρόμος αὐτὸς δέν τελειώνει δέν ἔχει ἀλλαγή, ὅσο γυρεύεις / νὰ θυμηθεῖς τὰ παιδικά σου χρόνια, ἐκείνους που ἔφυγαν / ἐκείνους ποὺ χάθηκαν μέσα στὸν ὕπνο τοὺς πελαγίσιους τὰφους, / ὅσο ζητᾶς τὰ σώματα ποὺ ἀγάπησες νὰ σκύψουν / κάτω ἀπὸ τὰ σκληρά κλωνάρια τῶν πλατὰνων ἐκεῖ / ποὺ στὰθηκε μιὰ ἀχτίδα τοῦ ἥλιου γυμνωμένη / καὶ σκίρτησε ἕνας σκύλος καὶ φτεροκόπησε ἡ καρδιά σου, / ὁ δρόμος δέν ἔχει ἀλλαγή∙ κράτησα τὴ ζωή μου.

Τὸ χιόνι / καὶ τὸ νερό παγωμένο στὰ πατήματα τῶν ἀλόγων.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Τὸ φύλλο τῆς λεύκας

Ἔτρεμε τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος
ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μήν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος
πέρα μακρυά
μιὰ θάλασσα
πέρα μακρυά
ἕνα νησί στὸν ἥλιο
καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιά
πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι
καὶ τὰ μάτια κλειστά
σὲ θαλασσινές ἀνεμῶνες…

Ἔτρεμε τόσο πολύ
τὸ ζήτησα τόσο πολύ
στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους
τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο
σ' ὅλα τὰ δάση γυμνά
θεέ μου τὸ ζήτησα!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἀλληλεγγύη

Εἶναι ἐκεῖ – δέν μπορῶ ν' ἀλλάξω –
μὲ δυό μεγάλα μάτια πίσω ἀπ' τὸ κῦμα
ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ φυσᾶ ὁ ἀγέρας
ἀκολουθῶντας τὶς φτεροῦγες τῶν πουλιῶν
εἶναι ἐκεῖ μὲ δυό μεγάλα μάτια
μήπως ἄλλαξε κανείς ποτέ του;

Τί γυρεύετε; Τὰ μηνύματά σας
ἔρχουνται ἀλλαγμένα ὢς τὸ καράβι
ἡ ἀγάπη σας γίνεται μῖσος
ἡ γαλήνη σας γίνεται ταραχή
καὶ δέν μπορῶ νὰ γυρίσω πίσω
νὰ ἰδῶ τὰ πρόσωπά σας στ' ἀκρογιάλι.

Εἶναι ἐκεῖ τὰ μεγάλα μάτια
κι ὅταν μένω καρφωμένος στὴ γραμμή μου
κι ὅταν πέφτουν στὸν ὁρίζοντα τ' ἀστέρια
εἶναι ἐκεῖ δεμένα στὸν αἰθέρα
σὰ μιὰ τύχη πιὸ δική μου ἀπ' τὴ δική μου.

Τὰ λόγια σας συνήθεια τῆς ἀκοῆς
βουίζουν μέσα στὰ ξάρτια καὶ περνᾶνε –
μήπως πιστεύω πιὰ στὴν ὕπαρξή σας
μοιραῖοι σύντροφοι, ἀνυπόστατοι ἴσκιοι.

Ἔχασε πιὰ τὸ χρῶμα αὐτός ὁ κόσμος
καθὼς τὰ φύκια στ' ἀκρογιάλι τοῦ ἄλλου χρόνου
γκρίζα ξερά καὶ στὸ ἔλεος τοῦ ἀνέμου

ἕνα μεγάλο πέλαγο δυό μάτια
εὐκίνητα καὶ ἀκίνητα σὰν τὸν ἀγέρα
καὶ τὰ πανιά μου ὅσο κρατήσουν, κι ὁ θεός μου.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Πρωὶ

Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανί πλατιά καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλά στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξά σὰν τὰ κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
- - - - - - τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἰναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἰναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ' αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιά τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ' τὸ φῶς.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς 1, [2], 3