- Νίκος Ἐγγονόπουλος (1910 - 1985)


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς [1], 2, 3
Ἐδέησε νὰ διέλθουν δάσος

Χάρτινα περιστέρια
πετοῦσαν μέσα
στὸ σκιερό περιστύλιο
τῶν ἀνακτόρων
καὶ τὸ κάθε χτύπημα
τοῦ φτεροῦ τους
ἦταν καὶ
τὸ βαθύ βλέμμα
μίας κόρης
ἡ πτώση μιᾶς
πέτρας
μέσα στὴ θάλασσα

ὑπόσχεση
τῆς μακρυνῆς
χαρᾶς.

Κάτω
τὰ λεπτά ἐαρινά φορέματα
– μὲ τὰ πολύχρωμα λουλούδια –
ποὺ χάιδευε ὁ ἄνεμος,
τὰ φοροῦσαν
ξόανα
ποὺ εἶχαν καὶ τὰ μάτια ἀκόμα ξύλινα
καὶ πήλινα
τὰ μαλλιά.

Ξόανα
ποὺ ἐλέγοντο
Μαρία,
ποὺ ἐλέγοντο
φιάλη,
ποὺ ἐλέγοντο
στέαρ,
ποὺ ἐλέγοντο ποδήλατο,
πού ἐλέγοντο
σπινθήρ.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Πρωινὸ τραγούδι

Ἐρώτησα
κάποτες γιατί
τάχατες
ἡ τραγικὴ
καί σεμνὴ παρθένα
ποὺ λεγόταν Πουλχερία
τὴν παραμονή τοῦ
γάμου της
σφουγγάρισε προσεχτικά ὅλο
τὸ σπίτι
καὶ τὴν ἑπομένη
ἀπέθανε;

Μιά
ποὺ καθάρισε καὶ νοικοκύρεψε
τὰ πάντα,
γιατί δὲ χάρηκε
κι αὐτή
τὶς μακρυές λευκές νταντέλλες,
τοὺς λευκούς πολύπλοκους φαρμπαλάδες
καὶ τὰ πολύχρωμα
μεγάλα
φτερά
τοῦ γάμου;
Γιατί
ἐναπόθεσε ἔτσι σιωπηλὰ
χάμω στὰ
σανίδια
τὴ μεγάλη κίτρινη πεταλοῦδα
καὶ τὰ χάρτινα λουλούδια
ποὺ ἤτανε μέσα
στὸ κεφάλι της;
τὸ μπαλσαμωμένο
πουλί
ποὺ ἤτανε μέσα στὸ κλουβί
τοῦ θώρακα
της;..

Γιατί;

Διότι
– εἶπε ἴσως ὁ πατέρας μου –
διότι
πρέπει νὰ ἔχῃ
ὁ στρατιώτης τὸ τσιγάρο του
τὸ μικρό παιδί
τὴν κούνια του
κι ὁ ποιητής
τὰ
μανιτάρια
του.

Διότι πρέπει
νὰ ἔχῃ
ὁ στρατιώτης τὴν
πλεκτάνη του
τό μικρό παιδί
τόν τάφο του
ὁ ποιητής τή ροκάνα
του.

Διότι πρέπει
νὰ ἔχῃ
ὁ στρατιώτης
τὸ σκεπάρνι του
τὸ μικρό παιδί τὸ
βλέμμα του
ὁ ποιητής
τὸ
ροκάνι του.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ὁ δρόμος πρὸς τὴν ἀγάπη

Ὁ δρόμος πρὸς
τὴν ἀγάπη
εἶναι νυχτερινός,

πηγαίνει ψηλά
καὶ φτάνει
ἐκεῖ ὅπου
τὸ μπλέ
τοῦ κοβαλτίου
κι ἀκόμη καὶ τὸ κίτρινο
– τοῦ καδμίου –
δέν εἶναι πιὰ τὰ χρώματα
μὲ τὰ ὁποῖα
βάφω
τὶς ζωγραφιές μου
ἀλλὰ λεπτές
μουσικές
ἅρπας,
κινύρας
καὶ
σείστρων
φυγῆς!

Σείστρων
φυγῆς,
σιγῆς,
γῆς…

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἀνδανιεὺς

Ἀθιγγανίδες χορεύουν,
ὄμως δέ λησμονοῦν μέσα στὴν ἡδονή – τοὺς κύκλους – τοῦ χοροῦ
νὰ κοσμήσουν τὰ μακρυά ὁλόμαυρα
μαλλιά τους
μὲ πολύχρωμα λουλούδια.

Οἱ γύφτισσες εἶναι – βέβαια – τρεῖς:
ἡ μία λέγεται Θοδώρα
ἡ ἄλλη Σουλτάνα
καὶ ἡ Τρίτη
εἶναι
ὁ στρατηγὸς Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ὄρθρου βαθέος

Ἐκεῖνο ποὺ σ’ ἐμένα
συγκινοῦσε
– καὶ συγκινεῖ πάντοτε –
τοὺς
ἀνθρώπους,
εἶναι
ἡ καταπληκτική μου ὁμοιότης
μὲ τὸν
Ἀβραάμ Λίνκολν.

Μάλιστα, σὰν κάποτε ἀνεγέρθηκε
τὸ μπρούτζινό μου ἄγαλμα
σὲ μίαν ὁποιαδήποτε πλατεῖα τοῦ Πειραιῶς
ἐναπόθεσαν
στὰ πόδια μου
σιωπηλά
κάτι
ποὺ ἔμοιαζε
– δέν ἐδιάκρινα καλά πάν’ ἀπ’τὂ βάθρον –
σὰν λείψανο,
σὰ χάλκινο
μαγκάλι μ’ ἀναμμένα κάρβουνα…

Περίμενα νὰ νυχτώσῃ καλά
κι ὅταν πλησίασα
νὰ δῶ
διεπίστωσα
– μὲ τί χαρά –
ὅτι δέν ἦταν τίποτ’ ἄλλο
παρά
τὰ μαῦρα μάτια τῆς γυναίκας π’ ἀγαπῶ,
ποὺ
ἐλάμπανε
μὲς στὸ
σκοτάδι.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ποίηση 1948

Τούτη ἡ ἐποχὴ
τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ
δέν εἶναι ἡ ἐποχὴ
γιὰ ποίηση
κι ἄλλα παρόμοια.
Σάν πάει κάτι
νὰ
γραφῇ
εἶναι
ὡσάν
νὰ γράφονταν
ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά
ἀγγελτηρίων
θανάτου.

Γι’ αὐτό καὶ
τὰ ποιήματά μου
εἴν’ τόσο πικραμένα
– καὶ πότε, ἄλλωστε, δέν ἤσαν; –
κ’ εἶναι
– πρὸ πάντων –
καὶ
τόσο
λίγα.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Νέα περὶ τοῦ θανάτου τοῦ ἱσπανοῦ ποιητοῦ
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

στὶς 19 Αὐγούστου τοῦ 1936 μέσα στὸ χαντάκι τοῦ Καμίνο ντὲ λὰ Φουέντε


Ἡ τέχνη κ’ ἡ ποίηση δέν μᾶς βοηθοῦν νὰ ζήσουμε.
Ἡ τέχνη κ’ ἡ ποίησις μᾶς βοηθοῦνε
νὰ πεθάνουμε.

Περιφρόνησις ἀπόλυτη
ἁρμόζει
σ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς θορύβους,
τὶς ἔρευνες,
τὰ σχόλια ἐπὶ σχολίων,
ποὺ κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
ἀργόσχολοι καὶ ματαιόδοξοι γραφιᾶδες,
γύρω ἀπὸ τὶς μυστηριώδικες κ’ αἰσχρές συνθῆκες
τῆς ἐκτελέσεως τοῦ κακορίζικου τοῦ Λόρκα
ὑπὸ τῶν φασιστῶν.

Μὰ ἐπιτέλους πιὰ ὁ καθείς γνωρίζει
πὼς
ἀπὸ καιρό τώρα
– καὶ προπαντός στὰ χρόνια τὰ δικά μας, τὰ σακάτικα –
εἴθισται
νὰ δολοφονοῦν
τοὺς ποιητάς.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἀρκεσίλαος

...fuyard que je connais aux traces de tes larmes.
- - - - - - - - - - -Marie-Jeanne Duruy

Ἔφυγε
καὶ τονε βλέπω
ν' ἀπομακρύνεται
κατὰ μῆκος
τῆς ἐρήμου λεωφόρου
καὶ κάθε τόσο γυρνάει
καὶ μᾶς χαιρετᾶ
δι' ἀνεπαισθήτου κινήσεως τῶν βλεφάρων
ὥς ὅτου
λίγο-λίγο
τὸ καραντί του
νὰ χαθῇ
νὰ σβύσῃ
στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντος.

Ἔγραψε.

Στὸ γράμμα του
ἔλεγε – ἀνάμεσα σ' ἄλλα –
πὼς ἀγαπάει
τὴ
βροχὴ

«εἶμαι Ἕλλην
– εἶναι τὰ λόγια του –
πατρίς μου καὶ μητέρα μου

βροχή».

«Σάν μὲ προλάβῃ ἡ βροχὴ
– συνέχιζε –
σάν μὲ προλάβῃ
ὁλόγυμνο
στοὺς δρόμους νὰ γυρνῶ
μὲ ντύνει
ἡ βροχὴ
μ' ἀπίστευτης λαμπρότητος
καὶ ποικιλίας
φορεσιές
καὶ στήνει ἀέναα γύρω μου
ὡς προχωρῶ
μυθώδους πλούτου
σκηνικά
καὶ διακόσμους».

Τώρα γυρνᾶ στὰ «τέρματα»
μέσ' στὴν πολυκοσμία καὶ τὶς μουσικές καὶ τὴ λαϊκή χαρά
κι ἀνακατεύεται
γίνεται ἕνα
μὲ τὸ πλῆθος.

Κι αἰσθάνετ'
ἄλλοτε
σὰ βασιλιᾶς ἀναμεσίς στοὺς ὑπηκόους του
κι ἄλλοτε πάλι
– ἴσως τὴν ἴδια ἀκριβῶς στιγμή –
σὰν
ἄρχοντας ἐξόριστος
ἀνάμεσα
σὲ ξένους
κι ἄγνωστους
λαούς.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Βενζίνη

Μέσα στὸ δάσος
ἐκεῖ ὅπου ἀνάμεσα ἀπ' τὰ πυκνά κλαριά
φτάνει λίγο φῶς
ἀπ' τὸν βαρύ οὐρανό
κοντὰ στὸ χῶμα
ποὺ τὸ σκεπάζει
παχύ στρῶμα
σάπια φύλλα
σὲ μιὰ κλάρα χαμηλή
κάθεται ἕνα
πουλί.

Ἕνα πουλί
πολύ
περίεργο –
σὰ μαδημένο
σὰ σκεφτικό.

Ἕνα παλιό πουλί…

Τί νὰ σκέπτεται ἄραγες
αὐτό τὸ πουλί
τὸ παλιό
στὸ σκοτάδι;

Ἄχ! τίποτα
δέ σκέπτεται ἀπολύτως τίποτα!

Ἁπλούστατα
συνέλαβε δι' αυτὴν
ἔνοχον
πάθος!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἐνθύμιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως

Πάνω εἰς τὴ μαρμάρινη τὴν προκυμαία τοῦ ἀνακτόρου
ἐναποθέσανε σὲ διαστὴματα ὡς ἔγγιστα κανονικά
ψηλούς σωρούς τὰ ξύλα
ποὺ ἐφέραν τὰ καΐκια ἀπὸ τὰ μακρυνά
παράλια δάση.

Κι ἄλλοι σωροί εἰν’ ἀπὸ ψιλούς
λεπτούς κορμούς σὰν κορμί κόρης
κι' ἄλλοι σωροί ἀπο
θεώρατα μεγάλα
δέντρα…

Καὶ βρέχει συνεχῶς καὶ ἡ ἐπίμονη βροχὴ μουσκεύει
τ' ἄχαρα τὰ ξύλα
καὶ γυαλίζουνε τὰ μάρμαρα τοῦ πλακοστρώτου
καθὼς τὸ νερὸ ἀτέλειωτα τὰ πλένει καὶ τὰ ξαναπλένει.

Κι ὁ οὐρανὸς βαρύς μαζὶ καὶ μαῦρος
– ἄραγες ποιός ξέρει τί ὤρα τῆς ἡμὲρας νἆναι; –
καμμιάν ἐλπίδα δέ στέργει γιὰ νὰ δώσῃ

(ἡ ἀπέναντι ὄχθη ἔχει χαθῇ
λες δέν ὑπῆρξε)

Κι ἡ θάλασσα εἶναι μουντὴ κι' ἀγριεμὲνη
σὰν οἱ πυκνές οἱ στὰλες τῆς βροχῆς ποὺ τὴ βαρᾶνε
νἄχουν ξυπνήσει μὲσα της μιὰ μάνητα τεράστια
ποὺ μὲ τί κόπο τηνέ
συγκρατὰει.

Ἄλλος κανείς σὲ τοῦτο τὸ ἐρημικό τοπίο δὲ μοιάζει νἆναι
πάρεξ μονάχα ἐγώ – ὁ ἴδιος –
ὀρθός ὡς στέκω μὲ τὰ κόκκινα μαλλιά μου μουσκεμὲνα
νὰ κολλοῦνε ἀπάνω εἰς τὸ μὲτωπό μου…

Τῆς ἀγάπης τὰ βάσανα μ' ἔχουνε φέρει στὸ εὐγενικὸ τὸ περιγιὰλι
κι ὅλο ὁ νοῦς μου εἶναι σὲ μιὰν ὑπέροχη
ὑπερήφανη μαγνόλια
ὅπου σ' αυτὰ τὰ μέρη ἐδῶ
θάλλει κι ἀνθίζει.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Βυκάνη

Une vieille faisait cuire des aubergines,
Sur l’herbe, sous un toit...

- - - - - - - - - - -Kόμησσα ντὲ Nοάιγ, Constantinople

Ὣς τὴν Κωνσταντινούπολη φυσάει ἀλύπητα
ὁ ἀφορεσμένος ὁ Καράγιαλης
– ποὔρχεται ἀπὸ τὸν Βοριά –
καὶ στὴ Θεσσαλονίκη λυσσομανὰει πεισματὰρικα
ὁ τρομερός Βαρδάρης
ἐκεῖ κατὰ πολὺ μεγάλο ποσοστὸ τὰ σπίτια τους
τὰ χτίζουν ξύλινα
ἔτσι ποὺ νὰ μποροῦνε τὸν χειμῶνα κάπως νὰ ζεσταίνωνται
καὶ νὰ μὴ ξεπαγιὰζουν.

Ἀλλοῖμον’ ὅμως τὸ κατακαλόκαιρο οἱ μελιτζάνες σὰ φανοῦν
κι’ ἀρχίσουνε τὰ τηγανίσματα καὶ οἱ φουβοῦδες.
Μιὰ μόνη σπίθα ἀρκεῖ γιὰ νὰ φουντώσῃ τὸ μεγάλο τὸ κακὸ
μερόνυχτα νὰ μαίνωνται οἱ πυρκαϊές
καὶ νὰ σωριάζωνται καπνίζοντα χαλάσματα
ἀπέραντοι μαῦροι ἐρειπιῶνες
νὰ καταντοῦνε
οἱ μεγαλουπόλεις.

Λοιπόν οἱ κάτοικοι – πληθυσμοὶ ἀμιγῶς ἑλληνικοί –
γιὰ νἄβρουν ἔτσι μιὰ κάποια λύση
στὴν λὲς οὐρανόπεμπτη – συχνὰ ἐπανερχόμενη – θεϊκιά κατὰρα
ξαναθυμοῦνται τοὺς παληοὺς μύθους τῆς Φυλῆς
πρὸ πάντων, τοὺς συμφέρει, τὸν μύθο τὸν παλιό τὸν Φοίνικα
ποὺ ἀπὸ τὶς στὰχτες του ἀνασταίνεται, ξαναγεννιέται
ἀκέριος σὰν καὶ πρίν.

Συνέπεια – εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη γεννήθηκε
ὁ πατέρας μου
σὲ μιὰν ὡραῖα πλατεία τῆς Σαλονίκης στήθηκε
τοῦ ἥρωα Παύλου Μελᾶ εὔμορφο ἄγαλμα
καὶ ξέρω κάποιον – νὰ τὸν ξέρω ἄραγες; –
ὅπου στῆς Πόλεως τὰ μέρη κάποτες γνώρισε
ανὰμεσα σὲ πολλὰ πράματα θάματα καὶ περιπέτειες
μιὰ δάφνη (δέντρο)
ὡραία καὶ μὲ τὶς δόξες της καὶ μὲ τὶς πίκρες της
στὴ μνήμη του νὰ ξαναφέρη τὴ δαφνοποὺλα πάλε
πηγαίνει – σὰ βραδυάζη – νὰ πιῇ ἕνα κατοσταράκι στὸ μπακάλικο
τοῦ Καχριμάνη στοῦ Ψυρρῆ
(ἐκεῖ ποὺ παλαιότερα ἐσύχναζ’ ὁ Παπαδιαμάντης).

Κάποτε, μὰ χαμηλόφωνα, τραγουδάει τὸ μεράκι του
καὶ διακριτικά στὸ ὄργανό του
τὸν συνοδεύει
ὁ Μικρασιάτης μὲ τὸ μπουζούκι
– πάλι τοῦ Παπαδιαμάντη…

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Τὰ βάσανα τῆς ἀγάπης

Du musst das Leben nicht verstehen,
dann wird es werden wie ein Fest.
- - - - - - - - - - - - - -R.M. RILKE

Καθὼς ἀνέμισαν
τὰ μαλλάκια της
ἔτσι μπροστά στὰ μάτια
μου
λές καὶ σάν ξαφνικά νὰ ξύπνησα
καὶ γιὰ πρώτη φορά
τὴν εἶδα
- καὶ τὴν ἐπρόσεξα -
τὴν ὡραία
νεαρή
κόρη.

Μὲ συνεκίνησε
ἡ ἁρμονία
τῶν κινήσεών της
ἡ ραδινότης τῶν μελῶν
τοῦ κορμιοῦ της
ἡ γοητεία τοῦ βλέμματος
της
ἡ ἁπαλή στρογγυλάδα
τῶν μαστῶν της
ἡ ὅλη χάρη τέλος
ποὺ ἀνεδίδετο
ἀπὸ τὸ
κομψό
ὁλόδροσο
πλάσμα.

Κι ἀμέσως σκέφτηκα
– καὶ φιλοσόφησα
ὁ νοῦς μου πῆγε
στὸν ἀγαθό ἐκεῖνον
ποὺ μπορεῖ κάποτε
– μὰ εἶμαι βέβαιος –
νὰ ὑποφέρῃ
μαρτυρικά
νὰ δυστυχήσῃ
σὰ θὰ φαντάζεται
πὼς ἔχει σκέψη
κι' ἔχει ψυχή
τὸ τρυφερό
τὸ αἰθέριο
τὸ
πλασματάκι

καὶ νὰ ματώνῃ ἡ καρδιά του
ν' ἀπελπίζεται
ὡς θ' ἀποδίδῃ
ἔστω καὶ
κόκκο νοῦ
στ' ὁλότελα
ἄδειο
μικρὸ
κρανίο.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - --> Σελίς [1], 2, 3